- Δαΐφαντος
- Δαΐφαντος reputedly a son of Pindar, Vit. Ambr., p. 3, 3. Dr.: Δαίφαντον, ᾧ καὶ δαφνηφορικὸν ᾆσμα ἔγραψεν v. ad. fr. 94c.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Δαίφαντος — Δαΐφαντος , Δαΐφαντος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δαιφάντου — Δαϊφάντου , Δαΐφαντος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δαιφάντῳ — Δαϊφάντῳ , Δαΐφαντος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δαίφαντον — Δαΐφαντον , Δαΐφαντος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)